ὑπερασπίσει

ὑπερασπίσει
ὑπερασπίζω
cover with a shield
aor subj act 3rd sg (epic)
ὑπερασπίζω
cover with a shield
fut ind mid 2nd sg
ὑπερασπίζω
cover with a shield
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • αγησίλαος — I Όνομα βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Α. Α’ (10ος 9ος αι. π.Χ.). Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του. Κατά τον Παυσανία, στα χρόνια του εφαρμόστηκαν οι νόμοι του Λυκούργου. Κατά τον Απολλόδωρο, βασίλευσε από το 920 έως το 877 …   Dictionary of Greek

  • αμφήκης — ἀμφήκης, ες (Α) 1. δίκοπος, δίστομος, ακονισμένος κι από τις δύο μεριές, κοφτερός 2. (για αστραπές και κεραυνούς) οξύς, διαπεραστικός 3. (για χρησμούς) διφορούμενος, αμφίβολος 4. φρ. «ἀμφήκης γλῶσσα», γλώσσα που κόβει κατά δύο τρόπους, που μπορεί …   Dictionary of Greek

  • γραμματική — Μελέτη των κανόνων μιας γλώσσας και ιδιαίτερα του μορφολογικού μέρους της (πτώσεις, κλίσεις κλπ.). Εφόσον η διδασκαλία και η εκμάθηση ενός οποιουδήποτε κανόνα της ορθής ομιλίας προϋποθέτει την περιγραφή μιας καθορισμένης γλωσσικής κατάστασης, ο… …   Dictionary of Greek

  • δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… …   Dictionary of Greek

  • ευνουχισμός — Η εκτομή των γεννητικών οργάνων (όρχεις) του αρσενικού. Ο ε. προκαλεί εξαφάνιση των δευτερευόντων χαρακτήρων του φύλου αλλά και της σεξουαλικής παρόρμησης. Στα ζώα εκτροφής, ο ε. γίνεται για οικονομικούς λόγους, για να γίνονται δηλαδή πιο παχιά… …   Dictionary of Greek

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • ιακωβίνοι — Ονομασία που δόθηκε στους μοναχούς του Άγιου Δομίνικου, επειδή ο Φίλιππος Αύγουστος είχε αναθέσει σε αυτούς να φιλοξενούν στο Παρίσι τους προσκυνητές του Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλα (1218). Αρχικά, επτά από αυτούς εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι σε… …   Dictionary of Greek

  • ιουλιανός — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ι. Σάλβιος (Julianus Salvius, 100; – 170 μ.Χ.). Ρωμαίος νομοδιδάσκαλος. Γεννήθηκε στο Αδραμμύτιο και ήταν παππούς του αυτοκράτορα Μάρκου Διδίου Σάλβιου Ιουλιανού. Αφού υπηρέτησε σε διάφορα αξιώματα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”